- τροχοπεδώ
- Ν [τροχοπέδη]επιβραδύνω ή σταματώ την κίνηση τροχού με τη χρήση τροχοπέδης, φρενάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχοπεδώ — τροχοπέδησα, τροχοπεδήθηκα, τροχοπεδημένος, επιβραδύνω την κίνηση τροχού με τροχοπέδη (βλ. λ.), φρενάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχοπέδηση — η, Ν [τροχοπεδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροχοπεδώ, επίσχεση ή επιβράδυνση τής κίνησης τροχού ή τροχών με τροχοπέδη, φρενάρισμα … Dictionary of Greek
τροχοπεδητής — ο, Ν σιδηροδρομικός υπάλληλος, χειριστής τής τροχοπέδης στους παλαιούς σιδηροδρόμους, κν. φρενατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχοπεδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φερμάρω — Ν 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ 2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω 3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ 4. (το β εν. προστ.) φέρμα (ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ! [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ,… … Dictionary of Greek
φρενάρω — Ν πατώ φρένο, τροχοπεδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + ρηματ. κατάλ. άρω*] … Dictionary of Greek